-
1 μαθηματικός
μαθηματικός, zum Lernen gehörig, lernbegierig, wie Plat. Tim. 88 b vrbdt τὸν μαϑηματικὸν ἤ τινα ἄλλην σφόδρα μελέτην διανοίᾳ κατεργαζόμενον; Arist. u. A. – Bes. = die Mathematik betreffend, die selbst ἡ μαϑηματική, sc. τέχνη, heißt, wie ὁ μαϑηματικός = der der Mathematik kundig ist, Arist. Eth. 6, 8 u. Folgde; später auch = Astrolog, S. Emp. adv. math. 4, 34. – Auch adv.
-
2 μαθηματικός
μαθηματικός, zum Lernen gehörig, lernbegierig. Bes. = die Mathematik betreffend, die selbst ἡ μαϑηματική, sc. τέχνη, heißt, wie ὁ μαϑηματικός = der der Mathematik kundig ist; später auch = Astrolog -
3 mathematicus
mathēmaticus, a, um (μαθηματικός), mathematisch, I) adi.: ratio, Vitr.: artes, Plin.: discplinae, Mathematik, Astronomie, Musik, Geographie, Optik, Gell.: ars mathematica u. mathematice, Astrologie, Schol. Iuven. 6, 566 u. 580. – II) subst.: 1) mathēmaticus, ī, m., a) der Mathematiker, Cic. u.a. – b) der Astrolog, Zeichen- u. Sterndeuter, Tac. u.a. – 2) mathēmatica, ae, f. u. -ē, ēs, f. (sc. ars), a) die Mathematik, Form -e, Sen. ep. 88, 28. – b) die Astrologie, Form -a, Suet. Tib. 69.
-
4 μαθητικός
μαθητικός, zum Lernen gehörig, τὸ μαϑητικὸν εἶδος, Plat. Soph. 219 c; = μαϑηματικός, lernbegierig, Rep. V, 475 e, l. d.; Arist. H. A. 9, 1.
-
5 mathematicus
mathēmaticus, a, um (μαθηματικός), mathematisch, I) adi.: ratio, Vitr.: artes, Plin.: discplinae, Mathematik, Astronomie, Musik, Geographie, Optik, Gell.: ars mathematica u. mathematice, Astrologie, Schol. Iuven. 6, 566 u. 580. – II) subst.: 1) mathēmaticus, ī, m., a) der Mathematiker, Cic. u.a. – b) der Astrolog, Zeichen- u. Sterndeuter, Tac. u.a. – 2) mathēmatica, ae, f. u. -ē, ēs, f. (sc. ars), a) die Mathematik, Form -e, Sen. ep. 88, 28. – b) die Astrologie, Form -a, Suet. Tib. 69.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > mathematicus
-
6 μαθητικός
μαθητικός, zum Lernen gehörig; μαϑηματικός, lernbegierig
См. также в других словарях:
μαθηματικός — fond of learning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικός — ή, ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, ή, όν) [μάθημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική (ενν.… … Dictionary of Greek
μαθηματικός — ή, ό ο σχετικός με τη μαθηματική επιστήμη: Μαθηματική ανάλυση. ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τα μαθηματικά: Από μικρός ήθελε να γίνει μαθηματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθηματικά — μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc pl μαθηματικά̱ , μαθηματικός fond of learning fem nom/voc/acc dual μαθηματικά̱ , μαθηματικός fond of learning fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικώτερον — μαθηματικός fond of learning adverbial comp μαθηματικός fond of learning masc acc comp sg μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικῶν — μαθηματικός fond of learning fem gen pl μαθηματικός fond of learning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηματικόν — μαθηματικός fond of learning masc acc sg μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… … Dictionary of Greek
αναδιάταξη — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στις ακολουθίες ή στις σειρές για να δηλώσει την εναλλαγή της τάξης των όρων τους. Ακριβέστερα, όταν δίνεται μια ακολουθία ή μια σειρά, ορίζουμε ως α. μια άλλη ακολουθία ή σειρά, που προκύπτει από αυτή με… … Dictionary of Greek
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
ανεξάρτητη μεταβλητή — Μαθηματικός όρος. Η τιμή της μεταβλητής μιας συνάρτησης που μεταβάλλεται αυθαίρετα, χωρίς κανένα εξωτερικό περιορισμό. Π.χ. στη συνάρτηση y = φ(Χ) η x, η α.μ. μπορεί να λάβει οποιαδήποτε τιμή από το σύνολο ορισμού, ενώ η y δεσμεύεται να λάβει… … Dictionary of Greek